„hilflos“: Adjektiv hilflosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αβοήθητος, χωρίς βοήθεια, αμήχανος, αδέξιος αβοήθητος, χωρίς βοήθεια hilflos allein hilflos allein αμήχανος hilflos ratlos hilflos ratlos αδέξιος hilflos unbeholfen hilflos unbeholfen