„Herreneinzel“: Neutrum, sächlich HerreneinzelNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μονός αγώνας αντρών μονός αγώναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m αντρών Herreneinzel Sport | αθλητισμόςSPORT Herreneinzel Sport | αθλητισμόςSPORT