„Heimweh“: Neutrum, sächlich HeimwehNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νοσταλγία για την πατρίδα νοσταλγίαFemininum, weiblich | θηλυκό f για την πατρίδα Heimweh Heimweh examples Heimweh haben νοσταλγώ την πατρίδα μου Heimweh haben