Heimvorteil
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πλεονέκτημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n έδραςHeimvorteil Sport | αθλητισμόςSPORT in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigHeimvorteil Sport | αθλητισμόςSPORT in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig