„Heimleiterin“: Femininum, weiblich HeimleiterinFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διευθύντρια κοινωνικού ιδρύματος διευθύντριαFemininum, weiblich | θηλυκό f κοινωνικού ιδρύματος Heimleiterin Heimleiterin