„Heilfasten“: Neutrum, sächlich HeilfastenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θεραπευτική νηστεία θεραπευτική νηστείαFemininum, weiblich | θηλυκό f Heilfasten Heilfasten