„Hebelwirkung“: Femininum, weiblich HebelwirkungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποτέλεσμα μόχλευσης αποτέλεσμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n μόχλευσης Hebelwirkung Hebelwirkung