„Hausarrest“: Maskulinum, männlich HausarrestMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κράτηση κατ’ οίκον κράτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f κατ’ οίκον Hausarrest Hausarrest examples er hat Hausarrest είναι σε κατ’ οίκον κράτηση er hat Hausarrest