„Hanteltraining“: Neutrum, sächlich HanteltrainingNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γυμναστική με αλτήρες γυμναστικήFemininum, weiblich | θηλυκό f με αλτήρες Hanteltraining Hanteltraining