„Handelsware“: Femininum, weiblich HandelswareFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εμπορεύσιμο αντικείμενο εμπορεύσιμο αντικείμενοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Handelsware Handelsware