„Handbohrer“: Maskulinum, männlich HandbohrerMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χειροκίνητο γεωτρύπανο χειροκίνητο γεωτρύπανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Handbohrer Handbohrer