„halbieren“: transitives Verb halbierentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χωρίζω στη μέση, χωρίζω στα δύο, κόβω στη μέση/στα δύο χωρίζω στη μέση, χωρίζω στα δύο, κόβω στη μέση/στα δύο halbieren halbieren