„Haifischflosse“: Femininum, weiblich HaifischflosseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πτερύγιο καρχαρία πτερύγιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n καρχαρία Haifischflosse Haifischflosse