„Haarpracht“: Femininum, weiblich HaarprachtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταπληκτικά μαλλιά καταπληκτικά μαλλιάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Haarpracht Haarpracht