„Gummizelle“: Femininum, weiblich GummizelleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θάλαμος απομόνωσης ψυχιατρείου θάλαμοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m απομόνωσης ψυχιατρείου Gummizelle Gummizelle