„Gummihandschuhe“: Maskulinum Plural GummihandschuheMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λαστιχένια γάντια λαστιχένια γάντιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Gummihandschuhe Gummihandschuhe