„Gscherte(r)“: Maskulinum und Femininum GscherteMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανόητος ανόητος Gscherte(r) Gscherte(r)