„Grundstudium“: Neutrum, sächlich GrundstudiumNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βασικές σπουδές βασικές σπουδέςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Grundstudium Grundstudium