„Grundeinstellung“: Femininum, weiblich GrundeinstellungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θεμελιώδης φιλοσοφία θεμελιώδης φιλοσοφίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Grundeinstellung Grundeinstellung examples GrundeinstellungenPlural | πληθυντικός pl Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT eines Programms βασικές ρυθμίσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl GrundeinstellungenPlural | πληθυντικός pl Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT eines Programms