„Grünzeug“: Neutrum, sächlich GrünzeugNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πράσινα λαχανικά πράσινα λαχανικάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Grünzeug Grünzeug