„Grubengas“: Neutrum, sächlich GrubengasNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκρηκτικό αέριο ανθρακωρυχείων εκρηκτικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αέριο ανθρακωρυχείων Grubengas Grubengas