„Großonkel“: Maskulinum, männlich GroßonkelMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αδελφός του παππού, αδελφός της γιαγιάς αδελφόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m του παππού, αδελφόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m της γιαγιάς Großonkel Großonkel