„Grenzgebiet“: Neutrum, sächlich GrenzgebietNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παραμεθόρια περιοχή παραμεθόρια περιοχήFemininum, weiblich | θηλυκό f Grenzgebiet Grenzgebiet