„Grenzgänger“: Maskulinum, männlich GrenzgängerMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεθοριακός εργαζόμενος μεθοριακός εργαζόμενοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Grenzgänger Grenzgänger