gleichrangig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ομότιμοςgleichrangiggleichrangig
- ομοιόβαθμοςgleichrangig Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILgleichrangig Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL