„Glasscheibe“: Femininum, weiblich GlasscheibeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τζάμι, τζάμι του παράθυρου τζάμιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Glasscheibe Glasscheibe τζάμιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n του παράθυρου Glasscheibe Fenster Glasscheibe Fenster