„Glaskeramik“: Femininum, weiblich GlaskeramikFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υαλοκεραμικό αντικείμενο υαλοκεραμικό αντικείμενοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Glaskeramik Glaskeramik