„Gezappel“: Neutrum, sächlich GezappelNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νευρικές κινήσεις νευρικές κινήσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Gezappel Gezappel