„Getreide“: Neutrum, sächlich GetreideNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δημητριακά, σιτηρά, σιτάρι δημητριακάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Getreide σιτηράNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Getreide σιτάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Getreide Getreide