„gesundheitsgefährdend“: Adjektiv gesundheitsgefährdendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επικίνδυνος για την υγεία επικίνδυνος για την υγεία gesundheitsgefährdend gesundheitsgefährdend