„gesichert“: Adjektiv gesichertAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ασφαλής ασφαλής gesichert Einkommen, Existenz gesichert Einkommen, Existenz examples gesicherter Modus Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT ασφαλής κατάσταση λειτουργίαςFemininum, weiblich | θηλυκό f gesicherter Modus Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT