„Gesellenprüfung“: Femininum, weiblich GesellenprüfungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εξετάσεις τεχνικής μαθητείας εξετάσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl τεχνικής μαθητείας Gesellenprüfung Gesellenprüfung