„Geschmatze“: Neutrum, sächlich GeschmatzeNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θόρυβος κατά την πρόσληψης τροφής θόρυβοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m κατά την πρόσληψης τροφής Geschmatze Geschmatze