„Gerfalke“: Maskulinum, männlich GerfalkeMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λευκό γεράκι αρκτικών περιοχών λευκό γεράκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αρκτικών περιοχών Gerfalke Gerfalke