„Genmais“: Maskulinum, männlich GenmaisMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Genmais Genmais