„Geldnot“: Femininum, weiblich GeldnotFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οικονομικές δυσκολίες οικονομικές δυσκολίεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Geldnot Geldnot