„Gefahrgut“: Neutrum, sächlich GefahrgutNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επικίνδυνο εμπόρευμα επικίνδυνο εμπόρευμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gefahrgut Gefahrgut