„Geduldsarbeit“: Femininum, weiblich GeduldsarbeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εργασία που απαιτεί υπομονή εργασίαFemininum, weiblich | θηλυκό f που απαιτεί υπομονή Geduldsarbeit Geduldsarbeit