„Gebrechen“: Neutrum, sächlich GebrechenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -> gehobener Sprachgebrauch | εξευγενισμένος τρόπος έκφρασηςgeh Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σωματικό ελάττωμα, ανωμαλία σωματικό ελάττωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gebrechen ανωμαλίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Gebrechen Gebrechen