„gebietsweise“: Adverb gebietsweiseAdverb | επίρρημα adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατά τόπους νεφελώδης/ηλιοφάνεια βροχές κατά τόπους examples gebietsweise bewölkt/sonnig κατά τόπους νεφελώδης/ηλιοφάνεια gebietsweise bewölkt/sonnig gebietsweise Regen βροχές κατά τόπους gebietsweise Regen