Gebäck
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e; Singular | ενικός sg>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- βουτήματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplGebäckκουλλούριαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplGebäckγλυκάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplGebäckGebäck