Gardist
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-en; -en> Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL, GardistinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- φρουρόςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fGardistGardist