Fundstelle
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τόποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m εύρεσηςFundstelleFundstelle
- αποτέλεσμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFundstelle Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT in Suchmaschineet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etcFundstelle Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT in Suchmaschineet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc