„Fundobjekt“: Neutrum, sächlich FundobjektNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ευρεθέν αντικείμενο ευρεθέν αντικείμενοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Fundobjekt Fundobjekt