„Frührentnerin“: Femininum, weiblich FrührentnerinFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόωρα συνταξιοδοτούμενη πρόωρα συνταξιοδοτούμενηFemininum, weiblich | θηλυκό f Frührentnerin Frührentnerin