„Freizeitangebot“: Neutrum, sächlich FreizeitangebotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δυνατότητες ψυχαγωγίας δυνατότητεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl ψυχαγωγίας Freizeitangebot Freizeitangebot