„freiwillig“: Adjektiv freiwilligAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εθελοντικός, προαιρετικός, εκούσιος εθελοντικός, προαιρετικός, εκούσιος freiwillig freiwillig