„Freitreppe“: Femininum, weiblich FreitreppeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εξωτερικό ανάβαθρο εξωτερικό ανάβαθροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Freitreppe Freitreppe