„Freispruch“: Maskulinum, männlich FreispruchMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αθώωση, απαλλαγή αθώωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Freispruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR απαλλαγήFemininum, weiblich | θηλυκό f Freispruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR Freispruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR