„freisprechen“: transitives Verb freisprechentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αθωώνω, απαλλάσσω αθωώνω, απαλλάσσω freisprechen Rechtswesen | νομικός όροςJUR freisprechen Rechtswesen | νομικός όροςJUR